ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΑ ΤΟΥΤΟΥΝΗ
Βρισκόμαστε γύρω στα 1778 με 1880, η Πηνεία όπως και όλος ο Μοριάς αναστενάζει κάτω από την τουρκική εξουσία. Η δεύτερη τουρκοκρατία έχει γίνει θηλιά στο λαιμό των υποδουλωμένων Πηνειωτών. Ιδίως μετά τα Ορλοφικά, η κατάντια του σκλαβωμένου λαού, δεν έχει όρια. Καθημερινώς γινόντουσαν ληστρικές επιθέσεις, βιασμοί, αρπαγές παιδιών, φόνοι, δημεύσεις περιουσιών κ.λπ. Ο Πηνειώτης, προσπαθεί να επιβιώσει με χαμηλωμένο βλέμμα και με βαριά την καρδιά, αυτή την σκληρή δοκιμασία που ανέκυψε μετά την αποτυχία των Ορλοφικών. Ο άμαχος πληθυσμός, αυτός που δεν έφερε καμιά ευθύνη, ζητείται να πληρώσει με πρωτοφανείς αγριότητες, τις ορδές των Λαλαίων Τουρκαλβανών που μαστίζουν ολόκληρη την Ηλεία.
Στο χωριό Μπουρντάνου (σημ. Βουλιαγμένη) της Πηνείας, η ζωή των υποδουλωμένων κατοίκων είχε καταστεί άκρως ανυπόφορη. Η επιβεβλημένη βαριά φορολογία, αλλά και οι καθημερινές ληστρικές εξορμήσεις των Λαλαίων Τουρκαλβανών, εξάντλησαν την ταλαιπωρημένη κοινωνία και εξασθένησαν τον αραιωμένο πλέον πληθυσμό που μαστιζόταν για αρκετά χρόνια από τους συνεχείς καταστροφικούς πολέμους και τις αρρώστιες.
Αφήγηση επεισοδίου:
Ήτανε κάπου στα τέλη του Αλωνάρη, το αλώνισμα και το λίχνισμα των γεννημάτων είχε κιώσει. Τα γεννήματα μπήκανε στα κασόνια τους και οι γυναίκες του χωριού πέσανε με τα μούτρα στο κόψιμο και μάζωμα του σπάρτου. Βλέπεις ήτανε ο καιρός τους, τα σπαρτόκλωνα είχανε σκοινιάσει και ήσαντε έτοιμα για μάζωξη.
Κάνα δυο- τρεις Μπουρντανιώτισσες, η μια ήτανε η Φιλίτσα του Θοδωράκη του Μπιλίρη, η άλλη, η Αριστέα του Πάνου Παναγούλη και η τρίτη, η χήρα Χαρλάμω, μάνα του Σπύρου Βελιτόπουλου, πήρανε τα ανάχλια τους (φαλτσέτα, δρεπάνι, κλαδευτήρα), ότι είχε η καθεμιά στην φτώχεια της και αχάραγο, αντάμα, σάξανε στα απόσκια, απουκάτου από το Παλιοκκλήσι, καρσί στο Σινουζέϊκο και απλωθήκανε κατά τα πλάγια, να μαζώξουνε σπάρτο. Η Χαρλάμω χώρισε και μπήκε στον λόγγο όπου βρήκε ένα αλώνι γιομάτο λουμάκια από σπαρτιές και έπεσε με τα μούτρα στο κόψιμο. Η Φιλίτσα με την Αριστέα πιάσανε ένα σοφά και η μια από την απάνου μεριά και η άλλη από κάτου, κόβανε τα σπαρτόκλωνα και κουβεντιάζανε χωμένες μέσα στις σπαρτόριζες. Μόλις βγήκανε πιο πέρα σε μια γέρικη αγραπιδιά που αφήνανε τα χερόβολα από τα σπάρτα, ήσαντε κανά δυο Tουρκαλβανοί Λαλαίοι χαραμήδες με τ’ άλογά τους και μόλις είχανε ξεπεζέψει και στρίβανε καπνό με πούσια και κάνανε χάζι τις γυναίκες. Είχε σκαλώσει για τα καλά ο ήλιος όταν τους είδανε, κατακιτρινίσανε, γίνανε σα βενετικό φλουρί, αφήκανε κάτου τα χερόβολα με το σπάρτο που είχανε κόψει και περιμένανε να ιδούνε τι θα κάνουνε του λόγου τους.
Η πουτσαρίνα η Αριστέα αφού προσκύνησε την αφεντιά τους, κίνησε προς τη μεριά που είχε τα χερόβολα και έσγουψε να μάσει τη ζαλιά της, να ζαλωθεί και να φύγει. Τηρώντας την Αριστέα, κίνησε και η Φιλίτσα. Μόλις γονατίσανε και ετοιμάζονταν να ζαλωθούν, οι τουρκαλάδες βούτηξαν με μιας απάνω τους και τηράξανε να τις απαυτώσουνε. Η Αριστέα αμόληκε το ζαλιόσκοινο και σαν βεργάδι έσαξε κατά το ρουμάνι. Ο Τουρκαλάς απολύθηκε σα σαΐτα, την πρόκανε και την πέταξε κατά γης. Ταμάμ έκανε και ο άλλος με την δόλια την Φιλίτσα. Η Αριστέα που ήτανε διαβόλου τσουράπ δεν το έβαλε χάμου. Χωρίς χασομέρια, τραβάει από την μέση την φαλτσέτα της και χωρίς άλλη κουβέντα την έμπηξε με φόρα στην κοιλιά του τουρκοζάγαρου. Η μαύρη Φιλίτσα με τον άλλονε, πάλευε και κυλιότανε μέσα στην βρωμίστρα σαν κουλουριασμένα φίδια. Ευτούνο το πράμα δεν κράτησε για πολύ, γιατί πλάκωσε η χήρα η Χαρλάμω (αντρογυναίκα του λόγου της, το έλεγε η ψυχούλα της) και με το κλαδευτήρι που νόγαγε και λιανά- λιανά τον ξέσκλισε. Του έκανε τα πλευρά φυτίλια του κερατά του τουρκαλά, που είχε βάλει κάτω την Φιλίτσα.
Δεν πέρασε λίγη ώρα και οι τουρκαλάδες πέσανε φαρδιοί πλατιοί, γιομάτοι αίματα, και ξεροτανιώσαντε απάνου στην βρωμίστρα σαν τα σφακτά. Η Φιλίτσα αμπολύθηκε πιλάλα, κατηφόρισε προς το χωριό, για να δώκει τα μαύρα μαντάτα. Παρά κάτου στο μοναστήρι της Σωτηρούλας βρήκε ένα καλόγερο να κουβεντιάζει με τον άντρα της, που γιόμιζε νερό τ’ ασκιά για να πάει να ποτίσει τα πρόβατα στο στάλο. Μόλις την είδανε βουτηγμένη στα αίματα, ζουρλαθήκανε. Η Φιλίτσα τους είπε να ησυχάσουνε, αφού έσγουψε στον κούτουλα, πλύθηκε και έχωσε το κεφάλι της στην γούρνα, ήπιε μπόλικο νερό και αμέσως μόλις πήρε μια ανάσα τους είπε, το και το. Ο παπακαλόγερος έκατσε χάμου και τους τα διάβασε, τους είπε να θάψουν τους σκοτωμένους να σούρουνε μακριά τα άλογά τους και να μην κάνουνε κουβέντα σε κανένα. Ο Θοδωράκης καβάληκε στο άλογο και πισωκάπουλα έβαλε την Φιλίτσα και πήγανε στον τόπο που έγινε το φονικό. Μόλις ζυγώσανε στην αγραπιδιά δεν πίστευε στα μάτια του, μεσογόμιασε τους Τουρκαλβανούς στ’ άλογά τους και ροβόλησαν κατά τη γούρνα. Ένας απόσκιος τόπος κοντά στην εκκλησία που όμπριζε κάπου- κάπου νερό το λέγανε Γούρνα και ο τόπος ήτανε νωπός. Έβαλε τις γυναίκες και πλυθήκανε και έστειλε την Αριστέα να πάει στο χωριό και να φέρει τον άνδρα της δίχωτις να καταλάβει κανείς τίποτα. Μόλις έφθασε και ο Παναγούλης, του μολογήσανε για το φονικό. Πήρανε αξίνες και κασμάδες από τον καλόγερο και αφού σκάψανε μια μεγάλη γούβα στην γούρνα, θάψανε τους σκοτωμένους. Με τα κλαδευτήρια, κόψανε μπόλικα κλαριά και βάτα και σκεπάσανε το κιβούρι, να μην φαίνεται το φρέσικο σκάψιμο
Ο Θοδωράκης, πήρε τ’ άλογα και τα έκλεισε σ’ ένα αχούρι σιμά στο μοναστήρι, να μην τα ιδεί κανένα ξένο μάτι. Κάτσανε χάμου και τα είπανε, να μη βγάλουνε τσιμουδιά και να μη κάνουνε καμιά κουβέντα στο χωριό γιατί είχε κανά δυό μαγάρες (ρουφιάνους ήθελα να πω) και θα κιντύνευε ούλο το χωριό αν μυριζόσαντε τίποτα οι διαβολότουρκοι.
Ότι είπανε, έτσι και έγινε, δεν ακούσθηκε άχνα. Ο δε Θοδωράκης το βράδυ, πήρε τ’ άλογα και τα πέρασε πέρα από το Καλφαίϊκο, τα πεδούκλωσε και τ’ απόλυκε, να σάξουνε κατά την Κρασέντζα.
Σε δυο ημέρες έφθασε ένα τουρκικό μπουλούκι μ’ ένα σπαχή και καμιά εικοσαριά καβαλαρέους και ρωτάγανε για τους Τουρκαλβανούς. Μπήκανε μέσα στα σπίτγια ουλουνώνε και τα κάνανε ανεμοτρούλι, αλλά δεν ευρήκανε τίποτις. Συνάξανε τότενες ούλο το χωριό στο τσιαρσί και φοβερίζανε ότι θα κάψουνε το χωριό αν δεν μάθουνε που βρίσκονται οι άνθρωποί τους. Όμως τσιμουδιά από κανένανε στο χωριό, δεν ήξερε κανένας, ούτε οι ρουφιάνοι δεν αντιληφθήκανε τίποτις για το φονικό.
Σεργιανίσανε ούλα τα χωριά, ήρθανε και ματάρθανε, μα οι τουρκαλάδες, χαϊτοί, δεν έβγαλε μιλιά κανένας, όσο αποκρένεται το λιθάρι τόσα ακούσανε και οι Τούρκοι, κανείς τίποτα. Οι πληροφοριοδότες των χωριών της απάνου Πηνείας, φάγανε τα λυσσακά τους να τους βρούνε μα πουθενά, λες και άνοιξε η γη και τους κατάπιε.
Πέρασε κάμποσος καιρός που ψάχνανε να τους βρούνε, με τον καιρό όμως ξεχάστηκε και δεν εκάνανε κανένα κακό στα χωριά. Όμως από εκείνη την ημέρα οι τουρκαλάδες φυλαγόσαντε «σαν τον διάβολο από το λιβάνι». Δεν βγαίνανε πια και δεν κυνηγάγανε τους φτωχούς χωριάτες.